γυμνοδάκτυλος

γυμνοδάκτυλος
ο
(ζωολ.), είδος σαύρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυμνοδάκτυλος — Είδος σαύρας, η οποία είναι κυρίως γνωστή ως γκέκο (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • γκέκο — (gecko).Κοινή ονομασία ειδών σαύρας, που ανήκουν στην οικογένεια των γκεκονιδών. Οι γ. είναι χερσόβια ερπετά με κεφαλή, κορμό και επιμήκη ουρά. Η κοιλιά τους καλύπτεται από φολίδες, ενώ η ράχη παρουσιάζει κεράτινα φυμάτια, μεταξύ των οποίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”